τσούλα

τσούλα
η распутная женщина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τσούλα" в других словарях:

  • τσούλα — η, Ν πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciulla …   Dictionary of Greek

  • τσούλα — η (λ. ιταλ.), νέα γυναίκα του δρόμου, φτηνή και ανεπίσημη πόρνη μικρής ηλικίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουλάκι — το, Ν [τσούλα] υποκορ. τού τσούλα …   Dictionary of Greek

  • τσουλάρα — η, Ν (επιτ. τ.) τσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούλα + μεγεθ. κατάλ. άρα (πρβλ. κουκλ άρα)] …   Dictionary of Greek

  • τσούλαρος — ο, Ν (επιτ. τ.) τσούλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούλα + μεγεθ. κατάλ. αρος (πρβλ. κλέφτ αρος)] …   Dictionary of Greek

  • τσουλί — το, Ν [τσούλα] υποκορ. πορνίδιο …   Dictionary of Greek

  • τσουλίτσα — (I) η, Ν μικρή φούντα, φουντίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zuluf]. (II) η, Ν [τσούλα] υποκορ. πορνίδιο, πουτανίτσα …   Dictionary of Greek

  • τσούλος — ο, Ν (επιτ. τ.) τσούλαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσούλα + μεγεθ. κατάλ. ος (πρβλ. μούλαρ ος)] …   Dictionary of Greek

  • Καλιφόρνια — I (California). Πολιτεία (411.047 τ. χλμ., 35.116.033 κάτ. το 2002) των ΗΠΑ στο νοτιοδυτικό τμήμα της χώρας, πρώτη σε πληθυσμό και τρίτη σε έκταση μετά την Αλάσκα και το Τέξας. Συνορεύει με τις πολιτείες Όρεγκον στα Β, Νεβάδα στα Α, Αριζόνα στα… …   Dictionary of Greek

  • τσουλάκι — το μικρή τσούλα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»